- μορσικός
- η , ό[ν] относящийся к аппарату Морзе;
τό μορσικό (αλφάβητο) — азбука Морзе; — морзянка (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό μορσικό (αλφάβητο) — азбука Морзе; — морзянка (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μορσικός — ή, ό [μορς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επινόηση τού Μορς («μορσικό σύστημα τηλεγραφίας») 2. αυτός που επινοήθηκε από τον Μορς («μορσικό αλφάβητο») 3. το θηλ. ως ουσ. η μορσική παλαιά ονομασία τηλεγραφικού δέκτη συστήματος Μορς … Dictionary of Greek